«Ξεκίνησε η πρώτη διείσδυση η οποία δεν περίμενα ότι θα κρατήσει για ώρες. Στην αρχή είχα τις αισθήσεις μου, μπορούσα να φωνάξω. Μου έλεγε ρατσιστικά σχόλια, με χαρακτήριζε πουτ@$%. Του είπα να φύγω και μου είπε τι περίμενες, δε σ’ αρέσει μήπως καρ@#$» περιέγραψε.
Η ίδια, μόλις συνάντησε τον άντρα ένιωσε την ανάγκη να φύγει από το διαμέρισμά του, αλλά η επιμονή του άνδρα την οδήγησε στο εσωτερικό.
«Κοιτούσα μήπως καταφέρω να βρω τρόπο να φύγω. Αισθανόμουν άβολα» παραδέχεται.
«Παλέψαμε, έκλαιγα, φώναζα, έλεγα άφησέ με. Κατάλαβα τι θα γινόταν, του είπα ‘σε παρακαλώ βαλέ προφυλακτικό’ και μου είπε ‘γιατί πουτ#@$;» είπε για την κακοποίηση που κράτησε πάνω από 24 ώρες. «Παρακάλεσα ‘θεέ μου κάνε να τελειώσει αυτό το μαρτύριο».
«Θα σε κάνω ξεφτίλα, δε θα πεις τίποτα σε κανέναν, μου είπε» την απειλούσε εκείνος.
Η γυναίκα παραδέχεται πως φοβόταν μήπως χάσει την επαφή με τα παιδιά της.
«Είχα ντροπή και φόβο» λέει χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του ο δράστης παρά την καταδίκη του στο δικαστήριο,υποστήριξε πως δεν έκανε τίποτα παρά τη θέληση της γυναίκας, κάτι που όμως που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα ιατροδικαστικά ευρήματα.