Η Μαpίνα Τσιντικίδοu Δηλώνει: «Δεν έχω κάνει παιδιά γιατί δεν μου αρέσει αυτός ο κόσμος»


Η Μαρίνα Τσιντικίδου Δηλώνει: «Δεν έχω κάνει παιδιά γιατί δεν μου αρέσει αυτός ο κόσμος»


Διαφ.

Μπορούμε να είμαστε ό,τι θελήσουμε, όποτε το θελήσουμε, χωρίς να δίνουμε λόγο σε κανέναν: ίσως αυτό να είναι το μυστικό μιας ισορροπημένης ζωής. Η Μαρίνα Τσιντικίδου το ανακάλυψε πριν μερικά χρόνια όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την αρχιτεκτονική τοπίου αλλάζοντας επαγγελματική ρότα και τον τρόπο να βλέπει τα πράγματα. Συναντηθήκαμε στη «βάση» της, το Κτήμα Συγγρού. Εκεί που η ίδια επινόησε από την αρχή τον εαυτό της.



«Μικρότερη ανησυχούσα πάρα πολύ για το μετά. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε τόσο πολύ» μου λέει την ώρα που περπατάμε ανάμεσα σε λουλούδια και δέντρα, τα οποία μου συστήνει με το όνομά τους. «Στην ηλικία που βρίσκομαι, νιώθω καλύτερα από ποτέ με τον εαυτό μου και το εισπράττουν και οι γύρω μου». Μέσα στις δύο ώρες που διήρκησε η συνάντησή μας για να μου αφηγηθεί την ζωή της, πρόλαβα να το διαπιστώσω κι εγώ.

«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Oι γονείς μου είχαν χωρίσει όταν ήμουν πάρα πολύ μικρή. Δεν είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους. Μεγάλωσα με την μητέρα μου, αλλά υπήρχε επαφή και με τον πατέρα μου. Η γιαγιά και ο παππούς υπήρχαν πολύ έντονα στη ζωή μου, ήταν «γονείς» για μένα κι αυτοί. Η μητέρα μου ήταν εκπαιδευτικός και αλλάζαμε συχνά πόλη, οπότε κι εγώ σχολείο. Έτσι, δεν έχω παιδικούς φίλους. Ήμουν μοναχοπαίδι, αρκετά μοναχικό παιδί. Καλή παιδική ηλικία είχα. Έκανα πολλά δημιουργικά πράγματα. Όπου και να με άφηνες μόνη μου, έβρισκα κάτι να ασχοληθώ. Διάβαζα πάρα πολύ, ιδίως παιδική λογοτεχνία. Ήταν τα «ταξίδια» μου αυτά. Έκανα κλασικό μπαλέτο, έπαιζα και κιθάρα -δεν έχω ιδέα γιατί την σταμάτησα.

Όταν τελείωσα το σχολείο στη Θεσσαλονίκη, δεν ήξερα με τι να ασχοληθώ και τι κατεύθυνση να πάρω. Δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου να μπω στο χώρο του μόντελινγκ. Να φανταστείς, στο Λύκειο, έτρωγα bullying γιατί ήμουν πολύ ψηλή και πάρα πολύ αδύνατη. Θυμάμαι να φοράω τζιν παντελόνια ή κολάν κάτω από τις φόρμες για να φαίνονται τα πόδια μου πιο γεμάτα. Αισθάνθηκα ωραία πολλά χρόνια μετά.

Στα 18, πήγα σε ένα ιδιωτικό κολλέγιο για να σπουδάσω Διοίκηση Επιχειρήσεων. Παράλληλα, έπρεπε και να εργάζομαι, οπότε δούλευα σέρβις και για κάποιο διάστημα εκτελούσα και χρέη γραμματέως σε ένα γραφείο. Κάπου εκεί έπαθα υπερκόπωση. Έπεσα να κοιμηθώ και ξύπνησα μετά από 24 ώρες. Κάτι έπρεπε να κόψω. Εκεί, λοιπόν, ήρθε μια συνάδελφος σερβιτόρα και μοντέλο, και μου είπε «Έχεις καταπληκτικά πόδια, θέλω να έρθεις να συμμετάσχεις σε ένα show μόδας. Θα πάρεις 5.000 δραχμές». Δεν μπορούσα να πιστέψω το ποσό που μου είχε πει. Εγώ δούλευα τότε 8 ώρες σέρβις για 1.500 δραχμές. Και τότε είπα το ναι.

Το ένα έφερε το άλλο. Γνώρισα κάποιες κοπέλες που έκαναν μόντελινγκ στη Θεσσαλονίκη για το χαρτζιλίκι και κάπου εκεί προέκυψαν και τα Καλλιστεία του ΑΝΤ1. Η φίλη μου η Δέσποινα, μοντέλο κι εκείνη, μου πρότεινε να πάμε στην Αθήνα να συμμετάσχουμε. «Τι έχουμε να χάσουμε;» μου έλεγε. Εντέλει, το αποτέλεσμα αυτής της περιπέτειας «Θεσσαλονίκη-Αθήνα» με το τρένο, ήταν να βγω πρώτη στον διαγωνισμό.

Με τον τίτλο, ένιωσα πανικό και αδιανόητο φόβο. Hμουν επαρχιώτισσα με όλη την σημασία της λέξεως. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω και δεν ήμουν σίγουρη αν μου άρεσε όλο αυτό που συνέβαινε. Δεν ήταν κάτι που σχεδίαζα, φαντασιώθηκα και επιθύμησα. Είναι σαν να ξυπνάς ένα πρωί σε έναν κόσμο που δεν ξέρεις. Ήμουν σε έναν συνεχή αγώνα δρόμου για να «ταιριάξω» με αυτόν τον χώρο. Δεν μου άρεσαν τα άκρα και η μεγάλη έκθεση. Δεδομένου ότι η μόδα είναι χρώματα, ταχύτητα, τρέλα, κυκλοθυμία, εγώ, ως άνθρωπος της λογικής, προσπαθούσα να συμβαδίσω με δυσκολία.

Μετά τον τίτλο της «Σταρ Ελλάς», ήρθε και ο τίτλος «Μις Ευρώπη». Άλλο ένα «τσουνάμι» στη ζωή μου. Θυμάμαι, όμως, με αγάπη την βραδιά εκείνου του διαγωνισμού στο Ζάππειο. Η Σήλια Κριθαριώτη μου είχε φτιάξει ένα εκπληκτικό φόρεμα. Ο Ηλίας Ζάρμπαλης με είχε χτενίσει με όλο το μεράκι του. Είχα μια ομάδα ανθρώπων που με στήριζε σε όλα. Αυτός ο τίτλος δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία τελικά για την καριέρα μου στο μόντελινγκ. Έκανα, βέβαια, κάποια ταξίδια αλλά νομίζω ότι ό,τι δουλειά έκανα, θα την έκανα ούτως ή άλλως εκτός Ελλάδος.

Δεν ήθελα να φεύγω για καιρό από την χώρα μου, ήθελα την «βολή» μου. Στο εξωτερικό, αισθανόμουν ανασφάλεια. Δεν πίστευα ότι ήμουν καλό μοντέλο. Έλεγα «Στην Ελλάδα με έχουν αποδεχθεί, με έχουν συνηθίσει, με προσέχουν. Πού να τρέχω τώρα…».

Έβγαζα πολλά χρήματα που δεν ήξερα πώς να τα χειριστώ. Έτσι όπως τα έβγαλα, έτσι χάθηκαν. Δεν ένιωθα τότε ότι παράγω κάτι, ότι δημιουργώ. Έτσι τα χρήματα που μου έρχονταν, στην συνείδησή μου ήταν «σαν κοροϊδία» και μάλλον η πεποίθησή μου γι’αυτά ήταν ότι δεν τα άξιζα τόσο. Δεν τα βολεύτηκα.

Μέχρι τα μέσα του 2000 ασχολούμουν με τα media. Δούλεψα στην τηλεόραση, παρουσίαζα εκδηλώσεις, έκανα ένα πέρασμα από το ραδιόφωνο αλλά και από το θέατρο. Πήγα σε σχολή, συμμετείχα σε κάποιες παραστάσεις με τον Βασίλη Τσιβιλίκα κυρίως. Ωραία περιπέτεια ήταν και αυτή, αλλά δεν ανήκα ούτε εκεί.

Την ίδια δεκαετία, έρχεται κι ένας πολύ κακός χρόνος για την ζωή μου. Το 2006, χάνω παππού, γιαγιά, μπαμπά, σκύλο και την γη κάτω από τα πόδια μου. Πέρασα πολύ άσχημα, πήρα πολλές λάθος αποφάσεις και έβαλα λάθος ανθρώπους στη ζωή μου. Τελικά, όμως, όλο αυτό με οδήγησε να ψάξω να βρω κάτι που θα με έκανε να ξυπνάω το πρωί και θα μου έδινε γνήσια χαρά.

Μέσα σε αυτή την αναζήτηση και ένα βήμα πριν φτάσω στον πάτο, ήρθε μια πρόταση να συμμετάσχω σε μια τεράστια κατασκευή στη Μαρτινίκα. Η εταιρία που έκανε την κατασκευή ήταν γαλλική και πήρε κόσμο από την Ευρώπη. Δούλεψα για δύο χρόνια εκεί κάνοντας δουλειά γραφείου. Εκεί, φάνηκε και η αξία των σπουδών που είχα κάνει στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Ήταν η ωραιότερη εποχή της ζωής μου. Δούλευα πάρα πολλές ώρες με μια ομάδα άλλων οκτώ Ελλήνων σε ένα τροπικό μέρος με δύσκολη καθημερινότητα, καλή παρέα και καταπληκτικά ταξίδια.

Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα είπα «Και τώρα Μαρίνα πρέπει να αποφασίσεις ποια θα είναι η υπόλοιπη ζωή σου».

Με έναν μαγικό τρόπο, μπήκε στη ζωή μου η αρχιτεκτονική τοπίου. Βρέθηκα να εργάζομαι στην ανθοκομική έκθεση της Κηφισιάς, παρουσιάζοντας τις εκδηλώσεις που είχε κάθε μέρα. Έζησα 20 μέρες μέσα στα λουλούδια και ήμουν μαγεμένη. Ήθελα να μαθαίνω τα ονόματά τους. Κάπου εδώ να προσθέσω ότι και τα παιδικά μου χρόνια ήταν γεμάτα λουλούδια. Αυτά που είχε ο κήπος της γιαγιάς μου. Περνούσα ατέλειωτες ώρες εκεί. Εκείνο το διάστημα, μου ήρθε η σκέψη να δώσω για να περάσω στην γεωπονική. Όμως, δεν είχα ούτε τον χρόνο, ούτε την υπομονή για να κάτσω να διαβάσω. Και, τότε, εντελώς ξαφνικά, έρχεται στα χέρια μου ένα φυλλάδιο που μιλά για μια σχολή κρατική διετούς φοίτησης, που δεν έχει δίδακτρα γιατί είναι του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και βρίσκεται στο Κτήμα Συγγρού που είναι δίπλα στο σπίτι μου στο Μαρούσι. Κάτι που υπήρχε πάντα έξω από την πόρτα μου, εγώ το αγνοούσα. Έπρεπε να περάσουν 12 χρόνια για να πέσω πάνω του.

Πήγα, λοιπόν, σε αυτή τη σχολή και κάθε μέρα καρδιοχτυπούσα από ενθουσιασμό. Ρωτούσα τα πάντα, ήθελα να είμαι συνέχεια εκεί. Είπα, τότε, ότι εγώ έτσι θέλω να ζω. Έξω. Να βλέπω τα λουλούδια και το χώμα. Να μυρίζω την βροχή. Θέλω να κρυώνω, να ζεσταίνομαι και να λασπώνομαι. Να σχεδιάζω, να φαντάζομαι ποιο είδους λουλουδιού πάει με ποιο. Μπορώ να διαμορφώσω από ένα μπαλκόνι μέχρι μια αυλή κι έναν κήπο, τα φυτά μέσα σε ένα σπίτι ή στην είσοδο ενός κτιρίου. Ό,τι έχει να κάνει με διαμόρφωση εξωτερικού χώρου όπως είναι οι διάδρομοι, τα πεζούλια, τα κράσπεδα, τα παρτέρια, οι πέργκολες, ένας βραχόκηπος, είναι μέσα στο αντικείμενό μου. Στα πόδια των αρχιτεκτόνων και των διακοσμητών δεν μπλέκομαι.

Οι άνθρωποι της δουλειάς έχουν αρχίσει να με γνωρίζουν και να με αποδέχονται. Στην αρχή, στη σχολή με έδειχναν όλοι με το δάχτυλο, τύπου «Τι δουλειά έχει αυτή εδώ». Εγώ θα ήθελα να πω, ότι σε όποια ηλικία κι αν είναι ένας άνθρωπος, μπορεί να αλλάξει την ζωή του όποτε το θελήσει. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Είναι ανεκτίμητο να μπορείς να πάρεις καθοριστικές αποφάσεις για τον εαυτό σου από τη μια στιγμή στην άλλη. Αυτό είναι ελευθερία.

Η δημιουργία οικογένειας είναι μια απόφαση. Η κοινωνία είναι τρομερά ρατσιστική απέναντι σε αυτούς που δεν πήραν αυτή την απόφαση. Υπάρχει συνήθως ένα ίχνος οίκτου στο «Γιατί δεν έχεις κάνει παιδιά;». Εγώ θα σου πω ξεκάθαρα ότι ο λόγος που δεν έχω κάνει παιδιά είναι γιατί δεν μου αρέσει αυτός ο κόσμος. Θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ βαρύ έργο να φέρεις ένα παιδί σε αυτόν. Όσο για τον γάμο, δεν ήθελα ποτέ να παντρευτώ με την έννοια «της τελετής» και του «για πάντα». Είπα ότι αν βρεθεί μια ψυχή εκεί έξω που θα αγαπήσω πολύ, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Είμαι πολύ ευχαριστημένη με το πώς διαμορφώθηκε η ζωή μου και με τις αποφάσεις που πήρα τελικά. Έτσι όπως είναι ο κόσμος τώρα που πάει από το κακό στο χειρότερο, αν είχα ένα παιδί, θα βούλιαζα κάθε μέρα από αγωνία. Δεν νιώθω μοναξιά, έχω να ασχοληθώ με πολλά πράγματα που με γεμίζουν. Τις φορές που τα βλέπω μόνο γκρίζα, με σκουντάω και λέω «Μαρίνα θα βρεις και ωραία πράγματα γύρω σου, μην γκρινιάζεις».

Αυτό που φοβάμαι πάρα πολύ είναι η αρρώστια και η απώλεια. Τίποτε άλλο. Έχω τραυματιστεί αδιανόητα από την απώλεια των ανθρώπων μου και τρέμω τις επόμενες. Ο χρόνος δεν με φοβίζει. Σε αυτή τη ζωή, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τυχεροί να φτάσουν μέχρι τα 50, τα 60 και τα 70. Δεν καταλαβαίνω καθόλου τον κοινωνικό ρατσισμό απέναντι στην γυναίκα που μεγαλώνει. Αυτός ο ρατσισμός τρέφεται κυρίως από νεότερες γυναίκες που δεν ξέρουν ότι σκάβουν τον λάκκο τους. Στην ηλικία που βρίσκομαι, νιώθω καλύτερα από ποτέ με τον εαυτό μου και το εισπράττουν και οι γύρω μου. Είμαι ήρεμη και δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων.

Την ομορφιά την ορίζω με έναν τρόπο: εκτός από εκείνη που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, την γεωμετρική, για μένα ομορφιά είναι να βλέπω ένα πρόσωπο και χωρίς να καταχωρήσω χαρακτηριστικά, να με κάνει να νιώσω όμορφα. Να ξεκουραστούν τα μάτια μου πάνω του. Αυτό δεν πάει να πει ότι θα είναι και τέλειο.

Αν μπορούσα να πω κάτι στην μικρή Μαρίνα, θα της έλεγα «Κάνε υπομονή, τα πρώτα πενήντα χρόνια είναι δύσκολα». Μικρότερη ανησυχούσα πάρα πολύ για το μετά. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε τόσο πολύ. Μετά από χρόνια, φαντάζομαι τον εαυτό μου με καρό πουκάμισα, φαρδιά τζιν, καπέλα, γκρίζα μαλλιά, πολλά ζωάκια, να είμαι σε ένα κτήμα δικό μου και να το περιποιούμαι.


Πηγή

Διαβάστε επίσης: