Καταδίκασαν ΛΑΘΟΣ Άνθρωπο Σε Θάνατο: Ποιος Ήταν Ο Πραγματικός Εγκληματίας Ο «Δράκος Του Σέιχ Σου»
«Δράκος Του Σέιχ Σου»: Ποιος Ήταν Ο Πραγματικός Εγκληματίας, Ο Ανδρέας Παγκρατίδης Και Η Άδικη Καταδίκη
«Δράκος Του Σέιχ Σου»: Μια ιστορία που συγκλόνισε την Ελλάδα. Ο αθώος, το «εύκολο θύμα» που καταδικάστηκε σε θάνατο έναντι του πραγματικού εγκληματία που είχε προκαλέσει φόβο και τρόπο σε ολόκληρη την Θεσσαλονίκη.
Ο διάλογος του μελλοθάνατου «δράκου του Σέιχ Σου» με τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου που τον καταδίκασε σε τετράκις εις θάνατον αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης ήταν ένα μικρό μόλις δείγμα της τραγωδίας που έριξε αυλαία στις αρχές του 1968.
– «Είμαι αθώος, πιστέψτε με! Με παίρνετε στον λαιμό σας!»
– «Άσε το θέατρο»
– «Υπάρχει και Θεός!»
16 Φλεβάρη του ’68. Το μεγαλύτερο ίσως έγκλημα της Ακροδεξιάς διαπράττεται με θεατές εκείνους που έστειλαν στον θάνατο ένα «εύκολο θύμα» με στόχο να καλύψουν τον πιο επικίνδυνο εγκληματία που είχε κάνει ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη να παραληρεί από φόβο από τα τέλη του ’50. Ο δράκος του Σέιχ Σου είχε γλιτώσει. Στη θέση του, εκτελέστηκε ένας περιθωριακός 27χρονος κίναιδος που πουλιόταν σε μεγαλύτερους άνδρες κυριολεκτικά για ένα πιάτο φαγητό.
Η Δικαιοσύνη είχε πράξει το σωστό. Η υπόθεση του δράκου του Σέιχ Σου δεν μπήκε στο αρχείο. Ο θύτης είχε πια ονοματεπώνυμo: Αριστείδης Παγκρατίδης.
Φαινομενικά, η τάξη στην πόλη είχε αποκατασταθεί. Στην πραγματικότητα, όμως, μιλάμε για ειδεχθή εγκλήματα που συγκαλύφθηκαν από την ίδια τη Χωροφυλακή, οι άνδρες της οποίας σύμφωνα με μαρτυρίες είχαν ρητή εντολή να «ξεπαστρέψουν τον Παγκρατίδη».
Όχι γιατί είχαν κάτι να κερδίσουν από τον θάνατό του, μας διότι κρίθηκε απαραίτητο να προστατευθεί ένα «πλουσιόπαιδο προερχόμενο από οικογένεια Ακροδεξιών».
Η έρευνα του δημοσιογράφου Κώστα Τσαρούχα διήρκεσε πάνω από 20 χρόνια. 21 χρόνια μετά την εκτέλεση του Παγκρατίδη ως δράκου του Σέιχ Σου, ο δαιμόνιος ρεπόρτερ τάραξε για ακόμα μία φορά τα νερά με το βιβλίο του «Υπόθεση Παγκρατίδη: Ένοχος ή Αθώος;» που υποσχόταν να αποκαλύψει τον πραγματικό δράστη και όλη την πλεκτάνη που στήθηκε από ψηλά –όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος- για να… τη βγάλει λάδι ο πραγματικός ένοχος.
‘Η εκτέλεση του Παγκρατίδη έλαβε χώρα εις τον συνήθη τόπο εκτελέσεων –όπως έλεγαν τότε χωρίς να αποκαλύπτουν τον τόπο γιατί δεν επιτρεπόταν. Τότε είχα μόλις ξεκινήσει να δουλεύω στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» ως ρεπόρτερ στο αστυνομικό ρεπορτάζ με τον βετεράνο του είδους Γιώργο Σαλονικίδη. Εκεί εργαζόταν και η Βασιλική Γιγή του δικαστικού ρεπορτάζ, η οποία είχε στενή σχέση με τον εισαγγελέα Δελαπόρτα, ο οποίο της είπε εμπιστευτικά πως την επόμενη μέρα θα γινόταν η εκτέλεση Παγκρατίδη. Αυτά δεν ανακοινώνονταν…
Πήγα μαζί τους. 19 χρονών και έζησα αυτό το πράγμα. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα, ήταν ομιχλώδης η ατμόσφαιρα πίσω απ’ το Επταπύργιο, κάπου στο Σέιχ Σου. Τον έστησαν στο απόσπασμα και του έδεσαν τα μάτια, όπως εκείνος ζήτησε. Ήταν έξι απέναντί του, τρεις είχαν σφαίρες και τρεις όχι, για να μην έχουν τύψεις μετά καθώς δεν θα ήξεραν ποιος τον σκότωσε. «Παιδιά, μόνο σας παρακαλώ να σημαδέψετε καλά, να μην βασανιστώ», τους είχε πει λίγο νωρίτερα.
Όταν έδωσε το παράγγελμα ο αξιωματικός «Οπλίσατε (που όπλισαν τα όπλα τους), σκοπεύσατε (που άρχισαν να τον σημάδευαν), πυρ! (που ακούστηκαν οι κρότοι των όπλων)» εκείνος φώναζε «Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώ…»… Στο τρίτο «αθώος» πέφτει κάτω.
Πήγε η νεκροφόρα του Δήμου και τον πήρε. Τον πήγε στο Νεκροταφείο της Εξοχής τότε στη Θεσσαλονίκη. Γύρισα στην εφημερίδα κίτρινος σαν λεμόνι. Ο Σαλονικίδης τότε –κουρασμένος άνθρωπος- μου λέει «δημοσιογράφος είσαι, γράφε!». Τι να γράψεις όμως μετά απ’ αυτό που έζησες;’, θυμάται ο κ. Τσαρούχας.
Όσες φορές είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του για την υπόθεση Παγκρατίδη κατέληγε φανερά συγχυσμένος. Ακόμα και τόσα χρόνια μετά. Αυτή τη φορά, του ζήτησα να ανοίξει ξανά το κεφάλαιο «Δράκος του Σέιχ Σου» και να μας μιλήσει για όλα εκείνα που έζησε ψάχνοντας τον πραγματικό δολοφόνο: Τις συστάσεις, τις απειλές αλλά και το πώς εξασφάλισε τις ομολογίες των εμπλεκομένων στην πλεκτάνη με θύμα τον Παγκρατίδη, ως ύστατη προσπάθεια… εξιλέωσης.
«Από πού να αρχίσω; Ήταν φρικτό αυτό που έζησε αυτός ο άνθρωπος. Άδικα πήγε το παιδί», μου λέει σε έντονο τόνο και με μια έκφραση που εξέλαβα ως κράμα οργής, θλίψης και πεποίθησης πως εκείνος τουλάχιστον είχε κάνει το σωστό όταν δεχόταν φοβερές πιέσεις για να σωπάσει…
Τα εγκλήματα του δράκου του Σέιχ Σου
Τρεις δολοφονίες, τρεις απόπειρες δολοφονίας και ληστείες κατά των θυμάτων του ήταν μόλις μερικές από τις κατηγορίες που βάραιναν τον άγνωστο δράκο. Τα εγκλήματά του έλαβαν χώρα τη διετία 1958 – 1959.
Οι πρώτοι ψίθυροι περί δράκου ξεκίνησαν το 1958, όταν μια νεαρή γυναίκα βρέθηκε νεκρή και κακοποιημένη. Την είχαν τραυματίσει στο κεφάλι με μία πέτρα. Όπως αποδείχτηκε δεν επρόκειτο για «τυχαία» περίπτωση. Τα εγκλήματα στο ίδιο μοτίβο θα συνεχίζονταν.
18 Φεβρουαρίου 1959. Ο 35χρονος λεβητοποιός Αθανάσιος Παναγιώτου και η φίλη του, Ελεωνόρα Βλάχου, δέχονται επίθεση στην άκρη του δάσους. Έφεραν χτυπήματα στο κεφάλι από μυτερή πέτρα. Η γυναίκα είχε βιαστεί.
«Την κακοποίησε σαν κτήνος», θα έγραφε αργότερα η ιατροδικαστική έκθεση για την περίπτωσή της. Τυχεροί μέσα στην ατυχία τους, οι δυο τους γλίτωσαν λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας που τους εμπόδισε από το να πεθάνουν από αιμορραγία. Νοσηλεύτηκαν για μεγάλο διάστημα, ωστόσο τα χτυπήματα ήταν τέτοια που δεν τους επέτρεψαν να θυμηθούν το παραμικρό. Ο δράστης τους είχε ληστέψει.
6 Μαρτίου 1959. Ο ίλαρχος Κώστας Ραΐσης, 33 ετών, και η 23χρονη ερωμένη του Ευδοξία Παληογιάννη, εργάτρια του ζαχαροπλαστείου Φλόκα, βρέθηκαν νεκροί στην περιοχή της Μίκρας. Είχαν χτυπηθεί από μυτερή πέτρα στο κεφάλι, ενώ το κορίτσι είχε βιαστεί με πρωτοφανές μένος. Είχαν ληστευθεί. Το αυτοκίνητό τους είχε βρεθεί 60 μέτρα μακριά από τις σορούς τους. Ήταν βαλμένη η δεύτερη ταχύτητα.
Στο εσωτερικό εντοπίστηκε αίμα τριών ανθρώπων: του ίλαρχου, της ερωμένης του και ενός τρίτου ατόμου, πιθανότατα του δράστη. Οι ιατροδικαστές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι δράστες ήταν δύο. Το ζευγάρι είχε χτυπηθεί ταυτόχρονα από δύο διαφορετικούς ανθρώπους, εκ των οποίων ο ένας είχε οδηγήσει το αυτοκίνητο αρκετά μέτρα μακριά από τον τόπο του εγκλήματος. Για κατάθεση δεν κλήθηκαν όλοι οι ιατροδικαστικές που ενεπλάκησαν στην υπόθεση.
3 Απριλίου 1959. Η 25χρονη Μελπομένη Πατρικίου, υπάλληλος Δημοτικού Νοσοκομείου δέχτηκε επίθεση στον περίβολο του νοσοκομείου, κοντά στο δάσος του Σέιχ Σου. Τη σκότωσαν χτυπώντας τη με μία πέτρα στο κεφάλι. Συνουσία, όμως, δεν υπήρξε. Στα χέρια της βρέθηκαν τρίχες του δράστη. Παρά το αίτημα των δικηγόρων του Παγκρατίδη, το Δικαστήριο δεν άφησε τον ιατροδικαστή Δ. Καψάσκη να λύσει το μυστήριο της ταυτότητας του δράστη.
Το ίδιο βράδυ, αντιμέτωπη με τον δράκο έρχεται και η νοσοκόμα Φανή Τσαμπάζη. Ήταν η πρώτη και η μοναδική που τον είδε. Την έπιασε από τον λαιμό, την χτυπούσε παντού και θα κατάφερνε να τη σκοτώσει αν οι φωνές της δεν τον ανάγκαζαν να τραπεί σε φυγή.
Έκανε λόγο για έναν μελαχρινό άντρα ύψους 1,70 – 1.72, με στρογγυλό πρόσωπο και πλούσια μαλλιά, μεγάλες πλάτες και χέρια δυνατά. Φορούσε σκούρο ζιβάγκο. Αργότερα, οι ειδήμονες θα υποστήριζαν πως ο μοναδικός λόγος που γλίτωσε από τα χέρια του ήταν το ότι λίγο νωρίτερα εκείνος είχε εκτονώσει τις δολοφονικές ορμές του στην άτυχη Μελπομένη Πατρικίου. Η Τσαμπάζη είχε κι αυτή γλιτώσει τον βιασμό.
Η Θεσσαλονίκη είχε νεκρώσει. Ο κόσμος φοβόταν να βγει από τα σπίτια του, ενώ τεράστιο πρόβλημα αντιμετώπιζε και η αγορά της πόλης. Ο Παγκρατίδης κάνει ένα τεράστιο λάθος που έμελλε να του στοιχίσει όχι μόνο την ελευθερία του, μα και τη ζωή του.
8 Δεκεμβρίου του 1963. «Νεαρός ανώμαλος εισέβαλλε στο Ορφανοτροφείο Μέγας Αλέξανδρος και με μια πέτρα στο χέρι προσπάθησε να βιάσει ανήλικη τρόφιμο που κοιμόταν», γράφει η εφημερίδα. Στις 03:00 τα ξημερώματα της 7ης Δεκεμβρίου του 1963, ο Παγκρατίδης υπό την επήρεια ρετσίνας, ούζου και χασίς πηδά τη μάντρα του ορφανοτροφείου και ξαπλώνει στο κρεβάτι 12χρονης τροφίμου. Κοιμάται.
Εκείνη μόλις τον αντιλαμβάνεται φωνάζει, με τον Παγκρατίδη να της επιτίθεται ερωτικά, θωπεύοντας την. «Μη φωνάζεις, φεύγω», της λέει και αυτό ακριβώς κάνει. Συνελήφθη λίγο αργότερα στο σπίτι του, αφού μάρτυρας τον είχε δει να απομακρύνεται από το ορφανοτροφείο.
«Τι να βιάσει ο Παγκρατίδης; Ήθελε απλά να συνευρεθεί με κάποια από τις νοσοκόμες γιατί του είχαν πει ότι εκείνες θέλουν να γνωρίζουν άντρες. Θα έπεφτε στο κρεβάτι να κοιμηθεί αν είχε μπει να βιάσει;», σχολιάζει σήμερα ο Κώστας Τσαρούχας.
Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για την πράξη του όμως τα πράγματα θα γίνονταν ακόμα χειρότερα. Η Χωροφυλακή είχε βρει τον ιδανικό «δράκο» για να κλείσει την υπόθεση και να καθησυχάσει την πόλη.
Το μαρτύριο του Αριστείδη Παγκρατίδη ξεκινά
Ο ίδιος ομολογεί τα εγκλήματα για τα οποία τον κατηγόρησαν ύστερα από 7 μέρες ανάκρισης. «Πέντε μέρες είχα να φάω και να πιω νερό. Βαρέθηκα και πήρα τα εγκλήματα επάνω μου», θα έλεγε αργότερα. Εκδοχή που υποστηρίζει και ο Κώστας Τσαρούχας.
‘Την ομολογία του Παγκρατίδη την πήρε ο Κλωνάρης και κάτι άλλα «μπουμπούκια», βασανιστές επί χούντας. Πέρασε φρικτά βασανιστήρια ο Αρίστος, που τα μετέφερε σε μένα ο αδερφός του. Σβήναν τσιγάρα κάτω απ’ τα πόδια του, του δίνανε να φάει σαρδέλες και τον άφηναν χωρίς νερό. Τον είχαν εξαθλιώσει. Ομολόγησε στην Ασφάλεια με τόσα βασανιστήρια αλλά στο Δικαστήριο αρνήθηκε τα πάντα. Τα μετέπειτα βασανιστήρια της χούντας μπροστά σ’ αυτά ήταν χάδι’, μου λέει.
Μετέπειτα μαρτυρίες θέλουν τον Παγκρατίδη κατά τη διάρκεια των αναπαραστάσεων των εγκλημάτων να μην γνωρίζει καν που βρισκόταν. Υποτίθεται πως εκείνος είχε διαπράξει τους φόνους, αλλά παρόλα αυτά ήταν οι άνδρες της Χωροφυλακής που του έδιναν λεπτομέρειες για τους φόνους και του υποδείκνυαν τι να πει! Στο τέλος τον έβαλαν να υπογράψει μια ομολογία, με τον ίδιο να «σπάει» για να του δώσουν να πιει λίγο νερό…
«Ένας φτωχοδιάβολος που πεινούσε, εκδιδόταν αλλά δεν πείραζε κουνούπι»
Ο Αρίστος Παγκρατίδης είχε από μικρός μπει στα βάσανα. Προερχόμενος από πολύ φτωχή οικογένεια, δε δίσταζε να υποκύψει στις ορέξεις ανδρών και γυναικών για 10 – 15 δραχμές ή λίγο φαγητό και τσιγάρα. Στο δικαστήριο εμφανίστηκαν άνδρες με τους οποίους ο Παγκρατίδης συνευρισκόταν έναντι αμοιβής και όλοι είπαν το ίδιο πράγμα: «Δεν μπορεί να πειράξει κουνούπι». «Αν ήταν ο δράκος δεν θα είχε επιτεθεί και σε μας;», αναρωτήθηκαν κάποιοι.
Πριν ακόμα ενηλικιωθεί ικανοποιούσε τις ερωτικές επιθυμίες «βαριών αρσενικών» σε στενά, δωμάτια, ακόμα και αποχωρητήρια. Το παρουσιαστικό του τον έκανε να έχει μεγάλη πέραση και στις γυναίκες. Ο ίδιος, πήγαινε με ό,τι έβρισκε. Και όπως θα έλεγαν αργότερα οι πελάτες του –αν μπορείς να τους αποκαλέσεις έτσι- έδειχνε να το απολαμβάνει.
Μικροκαμωμένος, αδύνατος πολύ, περιθωριακός, χωρίς μόρφωση, χρήματα και υποστήριξη από κανέναν, έκανε δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Έπινε, κάπνιζε χασίς και γύρναγε στους δρόμους για ό,τι είδους δουλειά μπορούσε να εξασφαλίσει. Ο πατριός του, από τη μεριά του, αρνήθηκε πως γνώριζε κάτι για το γεγονός πως πουλούσε συστηματικά το κορμί του. Την περίοδο των φόνων που του χρέωσαν, εκείνος ήταν μόλις 17 – 18 χρονών.
Ο πραγματικός δράστης όμως είχε περιγραφεί ως σωματώδης και «γύρω στα 25». Καμία σχέση με τον Αρίστο λοιπόν… Αυτό δεν ήταν κάτι που απασχόλησε εκείνους που στο πρόσωπό του είχαν βρει το τέλειο θύμα.
‘Τον ήξερα τον φουκαρά κι αυτό μου έβγαζε συναίσθημα. Ήξερα ότι δεν ήταν δολοφόνος, ένας φτωχοδιάβολος ήταν που έκανε ό,τι μπορούσε για να φάει ένα πιάτο φασόλια. Τα αδέρφια μου είχαν ένα μικρό εστιατόριο. Πήγαινα κι εγώ και βοηθούσα. Ερχόταν κι έτρωγε εκεί ο Παγκρατίδης που τότε τον είχαν για τα θελήματα στον «Γύρο του Θανάτου» με τις μηχανές. Τι δράκος ρε παιδιά; Πουλούσε το κορμί του για μια φασολάδα. Αλλά ήταν αγαθός’, θυμάται ο κ. Τσαρούχας.
Ο προκλητικός δολοφόνος «με το γλυκό όνομα»
Το όνομα του πραγματικού δολοφόνου ο Κώστας Τσαρούχας δεν το έγραψε ποτέ. Αντ’ αυτού επιμένει μέχρι σήμερα να τον αποκαλεί ως «ο δολοφόνος με το γλυκό όνομα» μη παραλείποντας να τονίσει πως πλέον «ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι», αναφερόμενος στην πλούσια οικογένειά του και την προσπάθειά της να τον γλιτώσει απ’ τα πλοκάμια του νόμου.
Τα πορίσματα ιατροδικαστών και τα αποτελέσματα της έρευνας του Κώστα Τσαρούχα συμπίπτουν: οι δολοφόνοι ήταν δύο, όχι ένας. Ο ένας σκότωνε και ο άλλος κακοποιούσε τις νεκρές γυναίκες καθώς μόνο έτσι έβρισκε την ευχαρίστηση στην πράξη. Ήταν νεκρόφιλος και λάτρευε να βεβηλώνει τις σορούς των θυμάτων του.
Ισχύει πως την εποχή που ο Παγκρατίδης περίμενε την εκτέλεσή του ο πραγματικός δολοφόνος έκανε μια προκλητική ζωή στη Θεσσαλονίκη;
‘Ακραία προκλητική. Τότε πρέπει να ήταν γύρω στα 35 με 40 το πολύ. Αργότερα φυγάδευσαν τον οδηγό (και συνεργό του!) στην Αμερική για να κλείσει εκεί το θέμα, γιατί ήξεραν πως συμμετείχε στους φόνους. Ο δολοφόνος ‘με το γλυκό όνομα’ ήταν πραγματικός killer. Ένας νεκρόφιλος που σκότωνε για να βιάσει και να ικανοποιήσει τις διαστροφές του. Δεν πιστεύω ότι σταμάτησε εκεί. Σίγουρα συνέχισε να σκοτώνει. Δεν μετάνιωσε ποτέ για τις πράξεις του. Το είχε στο αίμα του. Έτσι πιστεύω εγώ τουλάχιστον’, μου λέει ο δαιμόνιος δημοσιογράφος.
Δε δεχτήκατε απειλές τότε;
Πολλές. Δεν χαμπάριαζα όμως, είχα άγνοια κινδύνου. Δεν με σταματούσε τίποτα. Όταν πια κυκλοφόρησε το βιβλίο δεν τολμούσε να με πλησιάσει κανείς. Ο ρόλος μου τελείωσε εκεί. Εγώ το καθήκον μου το έκανα.
Έκλεισαν στόματα που είχαν πολύ υψηλή θέση. Ανθρώπων που θα μπορούσαν να τον είχαν σώσει. Πώς άνοιξε το δικό σας;
Επάγγελμα «ρεπόρτερ». Ο δημοσιογράφος οφείλει να αποκαλύψει την αλήθεια. Πόσο μάλλον αν έχει συνείδηση. Εγώ είχα και έχω. Ο άνθρωπος αυτός δολοφονήθηκε την ώρα που οι «μεγάλοι» κάλυπταν τον πραγματικό ένοχο. Έναν ένοχο προερχόμενο από την «καλή κοινωνία» του οποίου η οικογένεια ήταν όλη της ακροδεξιάς. Είχαν εντολή να τον βγάλουν λάδι και αυτό έκαναν. Ρίχνοντας το φταίξιμο και εκτελώντας ένα νέο παιδί που βροντοφώναζε πως ήταν αθώο.
«Έτσι απέδειξα την αθωότητα του Αρίστου»
‘Η Θεσσαλονίκη ήταν τότε μια παρακρατούπολη. Γι’ αυτό και οργάνωσε τη δολοφονία Λαμπράκη. Όλοι της ηγεσίας της Χωροφυλακής πήγαν μετά κατηγορούμενοι! Φαντάσου ότι ο Καψάσκης, ο ιατροδικαστής που έβγαλε τη δολοφονία Λαμπράκη… τροχαίο, στην υπόθεση Παγκρατίδη έκανε πίσω. Δεν μπόρεσε να χρεώσει τους φόνους του «δράκου» σ’ αυτό το παιδί. Ακόμα κι αυτός έλεγε ότι ο Αρίστος δεν έμοιαζε με δράκο, ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή του. Απέκλειε πως μπορεί να ήταν αυτός. «Όσο είσαι εσύ δράκος, άλλο τόσο είναι και ο Παγκρατίδης», είχε πει σε δημοσιογράφο της εποχής.
Κατέθεσε στο Δικαστήριο, είπε πέντε πράγματα και τον κόψανε, δεν ήθελαν την αλήθεια. Την καταδίκη ενός αθώου ήθελαν, να τελειώνουν με τον δράκο, να ηρεμήσει η πόλη και να γλιτώσει ο πραγματικός δράστης. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ειλημμένη’, μου λέει θυμωμένος.
Δεν ήταν, όμως, μόνο ο ιατροδικαστής που υποστήριζε την αθωότητά του. Η μοναδική που είδε το πρόσωπο του άνδρα που της επιτέθηκε ήταν η νοσοκόμα Τσαμπάζη κι αυτή με το χέρι της στο Ευαγγέλιο κατέθεσε πως ήταν 99% σίγουρη πως δεν ήταν αυτός. Ακόμα, στη δολοφονία του ίλαρχου και της ερωμένης του, το αυτοκίνητό τους είχε μετακινηθεί περί τα 60 μέτρα. Ο Παγκρατίδης όχι μόνο δεν ήξερε να οδηγεί, μα επιπλέον το αίμα του τρίτου ατόμου που εντοπίστηκε στο αμάξι δεν ανήκε σε εκείνον.
Παρόλα αυτά, το εύκολο θύμα καταδικάστηκε από το Πενταμελές Εφετείο σε τετράκις εις θάνατον για τις επιθέσεις και τις δολοφονίες και σε ισόβια για τις ληστείες. Ο εισαγγελέας είχε ζητήσει ισόβια, αλλά η ποινή αυτή δεν εξυπηρετούσε. Ο στόχος ήταν διπλός: Αφενός να τελειώνουν με τον Παγκρατίδη για να τη γλιτώσει μια για πάντα ο πραγματικός ένοχος και αφετέρου να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη από τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.
«Χθες το βράδυ έπεσε από το εικονοστάσι η καντήλα κι έσπασε»
«Σκέφτομαι τη μάνα μου. Η καημένη θα έρθει την Κυριακή να με δει και να μου φέρει φαγητό όπως κάθε φορά αλλά δεν θα με βρει εδώ», είπε ο Αρίστος μετά την ανακοίνωση πως είχε έρθει η ώρα να τον στήσουν στο απόσπασμα.
Ο Κώστας Τσαρούχας ήταν εκείνος που είπε τα μαντάτα στη μητέρα του Παγκρατίδη.
‘Είχα το θλιβερό προνόμιο να πω τα νέα της εκτέλεσης στη μάνα του. Πάω στη γειτονιά του, στα Γερμανικά της Άνω Τούμπας και ρωτάω πού κάθεται η Παγκρατίδου. «Να, σε εκείνη την παράγκα», μου λένε. Πλησιάζω, τραβάω την κουρτίνα και μπαίνω μέσα. Πόρτα δεν υπήρχε, για τέτοια φτώχεια μιλάμε. Τη βρίσκω να στέκεται μπροστά μου όρθια και να τραβά τα μαλλιά της με τα χέρια της, έτοιμη να τα ξεριζώσει.
«Μη μου το πεις! Μη μου το πεις, γιατί σήμερα το βράδυ έπεσε το εικονοστάσι και η καντήλα έσπασε!». «Ναι κυρά Ελένη», της λέω, «ο Αρίστος εκτελέστηκε το πρωί». Κι εκεί βγάζει μια κραυγή «Θεέ μου γιατί μου στέρησες τη Γαλάζια ημέρα μου!». Αργότερα που ήρθε ο αδερφός του ο Παγκράτης και με βρήκε, τον ρώτησα ποια ήταν η Γαλάζια ημέρα. Ήταν η Κυριακή που της επέτρεπαν να πηγαίνει στο Επταπύργιο να τον βλέπει. Τον είχαν σε ένα κελί με ένα μικρό παραθυράκι που δεν έβλεπε καν έξω. Έβλεπε σε διάδρομο, το φως ίσα που έφτανε εκεί…’.
Ο Παγκρατίδης, πάντως, δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει την αθωότητά του και να ελπίζει πως τον πραγματικό ένοχο θα τον βρουν. Πού να ‘ξερε πως σκότωναν τον ίδιο για να τη γλιτώσει εκείνος…
Τα στόματα ανοίγουν
Αργά, αλλά ανοίγουν. Για τον κ. Τσαρούχα η επιβεβαίωση πως πράγματι είχε φτάσει στον αληθινό δράκο του Σέιχ Σου θα ερχόταν πολλά χρόνια αργότερα. Είχε γίνει γνωστό ότι ερευνούσε την «απαγορευμένη» υπόθεση κι έτσι εκτός από απειλές, κάποια στιγμή ξεκίνησε να δέχεται επισκέψεις ανθρώπων που χρόνια μετά είχαν ανάγκη να εξομολογηθούν την αλήθεια. Είχαν, βλέπεις, σκοτώσει ένα αθώο παιδί 27 ετών.
‘Ήρθαν πολλοί και με έπιασαν να με συνετίσουν, να διακόψω την έρευνά μου. «Δεν ξέρεις με τι έχεις καταπιαστεί», μου λέγανε. Κάποια στιγμή, όμως, εμφανίστηκαν κι άλλοι που ήθελαν να καθαρίσουν τη συνείδησή τους. Είναι άτιμο πράγμα η συνείδηση, σε τρώει’, σχολιάζει.
Είπε την αλήθεια λίγο πριν πεθάνει: «Είχαμε εντολή να τον βγάλουμε δράκο»
‘Ο Ταγματάρχης Κώστας Αντωνίου και τότε Διευθυντής της Σήμανσης Θεσσαλονίκης λίγο πριν πεθάνει ομολόγησε τα πάντα. Φώναξε την κόρη του και της είπε: «Λίγο πριν βγει η ψυχή μου πρέπει να σου πω μια αλήθεια. Μας δώσανε εντολή και βγάλαμε δράκο έναν αθώο. Ήταν αθώος ο Παγκρατίδης». Ήρθε και με βρήκε εκείνη και μου το είπε. Ήξερε για την έρευνά μου. Ο πατέρας της είχε κάνει αγώνα 2,5 ετών και είχε όλα τα στοιχεία εκείνα που αθώωναν τον Αρίστο. Δεν έγιναν δεκτά.
Μετά μου τηλεφώνησε ένας απόστρατος στρατηγός της Χωροφυλακής, παρακαλώντας με να μην αποκαλύψω την ταυτότητά του’, λέει ο ίδιος.
Στο βιβλίο του μετέφερε ακριβώς τα λόγια που άκουσε δια στόματος δικού του τον Μάιο του ’88:
«Το ‘χω βάρος στη συνείδησή μου, θέλω να σου μιλήσω. Πρέπει και θέλω να σου πω την αλήθεια. Ακόμα και σήμερα φοβάμαι. Έχω και κάποια εγγόνια, άστα να είναι ήσυχα… Είχαμε εντολή να τον βγάλουμε δράκο. Τον λυπόταν η ψυχή μου αλλά η εντολή ήταν από ψηλά.
Οι δράστες των εγκλημάτων που αποδόθηκαν στον δράκο του Σέιχ Σου ήταν δύο άτομα. Ήταν ένας μεγαλόσχημος επιχειρηματίας με συνεργάτη του στα εγκλήματα τον οδηγό του. Ήταν διεστραμμένος άνθρωπος. Νεκρόφιλος. Ο οδηγός χτυπούσε με την πέτρα, σκότωνε τα θύματα κι αυτός μετά ασελγούσε πάνω στις γυναίκες.
Το μαύρο ζιβάγκο που χαρακτήριζε τον δράκο το φορούσε ο οδηγός. Τη νοσοκόμα ένας τη σκότωσε γιατί ο βιομήχανος έφυγε τότε στο εξωτερικό και άφησε τον οδηγό του να δράσει για να έχει ακλόνητο άλλοθι. Κι εκεί δεν υπήρξε συνουσία, αν θυμάσαι… Μέσα σε μια βδομάδα άσπρισαν τα μαλλιά μου. Εκτέλεσαν για δράκο έναν πεινασμένο και ανίκανο να πειράξει κουνούπι».
Η υπόθεση αυτή δεν ξεχάστηκε ποτέ γιατί η κοινή γνώμη είχε πειστεί πως ο Παγκρατίδης εκτελέστηκε άδικα. Πλέον ήξεραν πως ήταν αθώος. Δεν χωρούσε αμφιβολία. Τα στόματα άνοιξαν και το όνομα του πραγματικού δράστη ψιθυρίζεται ακόμα.
Κανείς δεν μπορεί να πει αν συνέχισε την εγκληματική του δράση ή αν η εκτέλεση του Παγκρατίδη τον έκανε να δειλιάσει. Σήμερα δεν βρίσκεται στη ζωή. Πάντως έζησε για πολλά πολλά χρόνια γνωρίζοντας πως είχε οδηγήσει έναν αθώο στο απόσπασμα.
Μεταμέλεια; Μάλλον όχι.
Πηγή